- ωφέλιμος
- -η, -ο / ὠφέλιμος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. σπαν. και -ίμη, ΜΑ1.αυτός που ωφελεί, επωφελής, χρήσιμος (α. «η άθληση είναι ωφέλιμη για το σώμα» β. «τὸ καλὸν ἔργον ἀγαθόν τε καὶ ὠφέλιμον», Πλάτ.)2. το ουδ. ως ουσ. το ωφέλιμο- ωφέλεια, χρησιμότητα (α. «τί το ωφέλιμο βλέπεις σε αυτήν την ενέργεια;» β. «τὰς πόλεις ἐπὶ τὸ ὑμῑν ὠφέλιμον καταστησάμενος», Θουκ.)νεοελλ.φρ. α) «ωφέλιμο βάρος» — το βάρος που μπορεί να μεταφέρει ένα όχημα, αφού αφαιρεθεί το απόβαρό τουβ) «το τερπνόν μετά τού ωφελίμου» — βλ. τερπνός.επίρρ...ωφελίμως / ὠφελίμως ΝΜΑ, και ωφέλιμα Νκατά τρόπο ωφέλιμο, επωφελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. -ιμος (πρβλ. φρόν-ιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.